μελάμποδος

μελάμποδος
μελάμπους
blackfooted
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μελάμποδος — Μελάμπους blackfooted masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπόδειος — Μελαμπόδειος, εία, ον και Μελαμπόδιος, ία, ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα 2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις… …   Dictionary of Greek

  • Меламп — (Melampus, Μελάμπους). Известный в древности врач и предсказатель, считавшийся основателем культа Диониса в Греции. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина, 1894.) МЕЛАМП Мелампод… …   Энциклопедия мифологии

  • Μελαμποδείον — Μελαμποδεῑον, τὸ (Α) [Μελάμπους] ιερό τού Μελάμποδος στα Αιγόσθενα τής Μεγαρίδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”